- μυσωτός
- μῠσωτός, ὁ,A = μυττωτός, Call.Fr.282.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυσωτός — μυσωτός, ὁ (Α) βλ. μυττωτός … Dictionary of Greek
μυσωτόν — μυσωτός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυττωτός — και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α) χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα,… … Dictionary of Greek